- πολύτλητος
- πολύ - τλητος: having endured or suffered much, Od. 11.38†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] … Dictionary of Greek
πολύτλητον — πολύτλητος having borne much masc/fem acc sg πολύτλητος having borne much neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήτοιο — πολύτλητος having borne much masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήτοις — πολύτλητος having borne much masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήτοισιν — πολύτλητος having borne much masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήτου — πολύτλητος having borne much masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήτους — πολύτλητος having borne much masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήτων — πολύτλητος having borne much masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήτῳ — πολύτλητος having borne much masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτλητοι — πολύτλητος having borne much masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)